Taxi Driver
“You talkin' to me? You talkin' to me?”
O ταξιτζής είναι ένα ψυχολογικό δράμα ενός τεράστιου σκηνοθέτη, του Μάρτιν Σκορτσέζε, που το 1976 μας έκανε συνεπιβάτες σε μια διαδρομή με ταξί, σε μια ανήθικη Νέα Υόρκη της μετά Βιετνάμ εποχής.Αναφέρεται πως το σενάριο είναι μια μικρή αυτοβιογραφία του σεναριογράφου Πωλ Σράντερ, μιας και κάπως έτσι ψυχολογικά ήταν τα πράγματα εκείνη την περίοδο στην ζωή του. Θεωρείται πως το όλο έργο είναι μια αναφορά στην παθολογία της μοναξιάς.
Γράφτηκε σε μόλις 5 μέρες και χαρακτηριστική αναφορά γίνεται στο ότι ο σεναριογράφος είχε σε αυτόν τον καιρό ένα γεμάτο πιστόλι δίπλα του για έμπνευση.
Για την γνωριμία Σκορτσέζε-Σράντερ μεσολάβησε ο Μπράιαν Ντε Πάλμα, τον οποίον ήθελαν στην αρχή να σκηνοθετήσει. Ο Σκορτσέζε στην αρχή είχε σκεφτεί για πρωταγωνιστή τον Ντάστιν Χόφμαν, ο οποίος δεν δέχτηκε τον ρόλο, θεωρώντας πως θα ήταν τρελός να παίξει σε τέτοια ταινία, κάτι που φυσικά μετάνιωσε αργότερα.
Για την παραγωγή υπήρχε ενδιαφέρον και από τον Τόνυ Μπιλ, ο οποίος ήθελε για πρωταγωνιστή τον Αλ Πατσίνο, ο οποίος αρνήθηκε γιατί δεν ήθελε να συνεργαστεί μαζί του. Για τον ρόλο του Μπικλ είχε προταθεί και ο Τζεφ Μπρίτζες. Η Τζόντι Φόστερ δεν ήταν η πρώτη επιλογή του Σκορτσέζε και τα ονόματα των Μέλανι Γκρίφιθ, Λίντα Μπλερ, Κάρρυ Φίσερ και Ορνέλλα Μούτι ήταν επικρατέστερα, αλλά όλες αρνήθηκαν τον ρόλο.
Ακόμα άγνωστες τότε, στην οντισιόν εμφανίστηκαν οι Έλεν Μπάρκιν, Κιμ Μπάσιντζερ, Τζίνα Ντέιβις, Μισέλ Φάιφερ, Μπρουκ Σιλντς, Κιμ Κατράλ, Ροζάννα Αρκέτ. Ήταν ο πρώτος πρωταγωνιστικός ρόλος της Τζόντι Φόστερ η οποία ήταν στην πραγματικότητα 13 ετών όσο και η κοπέλα που υποδυόταν. Για αυτό το λόγο κάποιες συγκεκριμένες σκηνές τις γύρισε ως σωσίας της, η αδερφή της Κόνι Φόστερ που ήταν 19 ετών.
Για τον ρόλο της Μπέτσυ υπήρχε σκέψη και για την Φάρα Φόσετ και την Σιγκούρνεη Γουίβερ, αλλά η Σέπερντ θεωρήθηκε πολύ πιο ταιριαστή. Τον ρόλο αρνήθηκε η Λάιζα Μινέλι και η Μπάρμπαρα Χέρσεη. Στην οντισιόν εμφανίστηκαν και οι Τζέιν Σέιμουρ, Γκλεν Γλόουζ, Σούσαν Σάραντον και Μέρυλ Στριπ.
Όλα τα γυρίσματα έγιναν στην Νέα Υόρκη, την πιο ζεστή περίοδο του καλοκαιριού και σε μια περίοδο όπου οι σκουπιδιάρηδες είχαν για μεγάλη περίοδο απεργία. Ο Ντε Νίρο έβγαλε κανονική άδεια για ταξί και αρκετό από τον ελεύθερο του χρόνο έκανε κούρσες για να μπει στο κλίμα. Ταυτόχρονα συμμετείχε και στα γυρίσματα τις ταινίας 1900 του Μπερτολούτσι.
Η μοϊκάνα του ήταν ψεύτικη περούκα από τρίχωμα αλόγου. Το ρεστοράν που οι ταξιτζήδες κάθονται να φάνε ήταν στην πραγματικότητα στέκι των ταξιτζήδων, αλλά γκρεμίστηκε λίγα χρόνια μετά. Όλοι παραδέχτηκαν πως η τελευταία σκηνή ήταν η δυσκολότερη σε ολόκληρη την ταινία και λόγω τεχνικών προβλημάτων, αλλά και της απαραίτητης έντασης που χρειαζόταν να επιδείξει.
Λόγω της έντονης αιματηρής συμπλοκής στο τέλος, χρειάστηκε να μειωθεί με μοντάζ το χρώμα του αίματος, για να γίνει αποδεκτή ως κατάλληλη για προβολή. Και ο ίδιος ο Σκορτσέζε εμφανίζεται ως κομπάρσος στην ταινία.
Η επιλογή του χαρακτήρα στο να είναι βετεράνος του πολέμου του Βιετνάμ, δεν ήταν τυχαία μιας και ήθελαν να συνδυάσουν τον ψυχικό τραυματισμό του από τον πόλεμο με την παρανοϊκή ψύχωση του ήρωα. Στο αρχικό σενάριο κάποιοι ρόλοι προορίζονταν για μαύρους ηθοποιούς, αλλά αποφασίστηκε λόγω κάποιων αναφορών πως μπορεί να χαρακτηριστεί ρατσιστική η ταινία και χρησιμοποιήθηκαν λευκοί.
Στην σκηνή όπου ο Ντε Νίρο έχει έναν μονόλογο στον καθρέπτη είναι καθαρά αυτοσχεδιασμός του ηθοποιού, μιας και στο σενάριο απλά αναφερόταν πως ‘’κοιτάζεται ο ήρωας στο καθρέφτη’’ και αφηνόταν ανοιχτό με τελίτσες. Ο Χάρβεϊ Καητέλ είχε πραγματικές συνομιλίες με νταβατζίδες για συμβουλές για τον ρόλο του. Το ίδιο και η Φόστερ από μια πόρνη, η οποία εμφανίζεται και για λίγο στην ταινία.
Αν και η Φόστερ παίζει έναν αρκετά ‘’ενήλικο’’ ρόλο στην ταινία, στην προβολή της λόγω ηλικίας δεν της επιτρεπόταν η είσοδος χωρίς κηδεμόνα, λόγω ακαταλληλότητας. Η σκηνή με την εκτέλεση λέγεται πως ενέπνευσε τον Τζον Χίκλεη να αποπειραθεί να εκτελέσει τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ρήγκαν και όλα αυτά για να εντυπωσιάσει την Φόστερ.
Το φιλμ είναι αφιερωμένο στον συνθέτη της μουσικής της ταινίας Μπέρναρντ Χέρμαν, ο οποίος λίγο μετά την ολοκλήρωση της πέθανε. Στις αρχές του 2000 ακούστηκε μια φήμη για ένα sequel, αλλά δηλώσεις των συντελεστών αναφέρουν πως υπάρχει σκέψη για remake.
Η ατάκα ‘’You talking to me’’ έχει ψηφιστεί ως μια των 10 καλύτερων όλων των εποχών. Δυστυχώς δεν κατάφερε να αποκομίσει κάποιο όσκαρ, όμως κέρδισε 2 βραβεία BAFTA, το βραβείο στις Κάννες και 12 ακόμα διαφορετικά βραβεία. Με ένα ελάχιστο μπάτζετ των 1,300,000$ κατάφερε να αποσπάσει κέρδη, μόνο στην Αμερική, του ύψους των 27,500,000$.
Με βάση το IMDB, η ταινία βρίσκεται στη 44η θέση καλύτερης ταινίας όλων των εποχών, στην 31η θέση καλύτερου δράματος, στην 16η θέση καλύτερου θρίλερ (με την αμερικανική έννοια), στην 7η θέση της δεκαετίας και στην 1η θέση της χρονιάς 1976.
Ταινία : Taxi Driver
Είδος : Δραματική / Θρίλερ
Έτος : 1976
Χώρα : Αμερική
Γλώσσα : Αγγλικά
Σκηνοθεσία : Martin Scorcese
Σενάριο : Paul Schrader
Πρωταγωνιστές : Robert De Niro, Jodie Foster, Cybill Shepherd
Διάρκεια : 110’ Λεπτά
Τrailer : https://youtu.be/44gB58YS53A
Πλοκή : Σε μια αφιλόξενη Νέα Υόρκη, ένας ταξιτζής, βετεράνος του Βιετνάμ, σχεδιάζει ένα δικό του τρόπο καθαρισμού της πόλης απ' τους εγκληματίες.
Κριτική : Σε μια εποχή πολύ δύσκολη, με την λογοκρισία να υπερισχύει σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις, χρειάστηκε μεγάλη μαγκιά να αποτυπωθεί ένα θέμα άκρως ακατάλληλο για τα εποχικά δεδομένα. Μπορεί να θεωρείται πως το βασικό στοιχείο της ταινίας είναι η βία, που όντως είναι χαρακτηριστικό της, μα θα έλεγα πως περισσότερο αναδεικνύεται η μοναξιά του ήρωα και η ψυχολογική του υπόσταση.
Γινόμαστε συνοδοιπόροι σε μια διαδρομή παρατήρησης της διαφθοράς και της ανηθικότητας που έχει υποστεί η πόλη, με την αστική δυσφορία και την εξαθλίωση να παρουσιάζονται με έναν τόσο κλειστοφοβικό τρόπο που σε ταράζει. Ο πρωταγωνιστής μάταια προσπαθεί να ενταχθεί σε μια κοινωνία που δεν του αρμόζει έπειτα από τις εμπειρίες του από τον πόλεμο.
Με την ψυχική του υγεία να φθείρεται όλο και περισσότερο και την αποξένωση να γίνεται εντονότερη, ειδικά μετά την αρνητική τροπή του ερωτικού θέματος, καταλήγει βασανισμένος και εξοργισμένος, όχι με τα σημάδια του κοινωνικού ξεπεσμού που υπάρχουν δίπλα του, αλλά δυσαρεστημένος και απογοητευμένος επειδή αυτή είναι η μόνη πραγματικότητα που βλέπει και νοιώθει μπερδεμένος για την έλξη που νοιώθει σε αυτά που απεχθάνεται.
Η ταινία μεταβάλει διαρκώς τα όρια της ηθικής και το δυσοίωνο και νοσηρό σενάριο δείχνει πως δεν υπάρχει ούτε διέξοδος, ούτε δρόμος επιστροφής. Μια εξαιρετική σκηνοθεσία και μια ανατριχιαστική νυχτερινή φωτογραφία, στην οποία βγάζεις το καπέλο και ένας Ντε Νίρο σε μια σημαντική στιγμή στην καριέρα του, σε έναν ρόλο εκδικητή έντονο και παθιασμένο, σε έναν άγρυπνο αντί-ήρωα, με τον θρίαμβο του στην ουσία να μεταφράζεται περισσότερο ως τραγωδία.
Μια ταινία σταθμός, μια ταινία κλασική.
Βαθμολογία : 8,5/10
Panos "The Mechanic"